- ἀλιτοφροσύνη
- ἀλιτο-φροσύνη, ἡ,A wicked mind, AP7.648.10 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιτοφροσύνη — ἀλιτοφροσύνη, η (Α) ανόσιο φρόνημα, ασέβεια, μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτόφρων < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόριστος β΄ τού ρ. ἀλιταίνω*) + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek
ἀλιτοφροσύνην — ἀλιτοφροσύνη wicked mind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)